Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενόρκως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ενόρκως, επίρρ.
  • Με όρκο:
    • υπέσχετο δώσειν την Πελοπόννησον ενόρκως (Δούκ. 854).

[μτγν. επίρρ. ενόρκως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες