Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντόπιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εντόπιος, επίθ.· ντόπιος.
  • Ντόπιος:
    • είς από τους άρχοντας τους εντοπίους (Γεωργηλ., Βελ. Λ 715).
  • Το αρσ. ως ουσ. = ντόπιος, ιθαγενής:
    • Είπαν μας οι εντόπιοι (Αλεξ. 1541).

[αρχ. επίθ. εντόπιος. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντόπιος -α -ο [endópios] Ε6 : (λόγ.) ντόπιος, εγχώριος ή, για πρόσωπο, αυτόχθων, γηγενής.

[λόγ. < αρχ. ἐντόπιος `τοπικός, του τόπου΄, ελνστ. οἱ ἐντόπιοι `κάτοικοι της περιοχής, όχι ξένοι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες