Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εντυπώ.
-
- (Προκ. για γράμματα) γράφω:
- ως κάτωθεν εντετυπωμένα, ήγουν γεγραμμένα φαίνουνται (Rechenb. (Vog.) 85)·
- (μεταφ.):
- εν ταις καρδίαις αυτών γράφονται και εντυπούνται (Ψευδ.-Σφρ. 48226).
[αρχ. εντυπόω. Τ. ‑ώνω σήμ.]
- (Προκ. για γράμματα) γράφω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντυπώνω [endipóno] -ομαι Ρ1 : χαράζω, αποτυπώνω κτ. στο νου, στη μνήμη, στη φαντασία μου: Ό,τι θα ακούσεις να το εντυπώσεις καλά στο νου σου. || (συνήθ. παθ.): Mορφές που έχουν καλά εντυπωθεί στη μνήμη μας.
[λόγ. < αρχ. ἐντυπ(ῶ) -ώνω `αποτυπώνω εικόνα με σφραγίδα ή με ζωγραφική΄ σημδ. γαλλ. empreindre]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντύπωση η [endíposi] Ο33 : 1.(και ψυχ.) αποτέλεσμα (συναίσθημα, σκέψη) που προκαλείται στη συνείδησή μας από την αντίληψη εξωτερικού ερεθίσματος (γεγονότος, φαινομένου κτλ.), μέσο των αισθήσεων και χωρίς τη μεσολάβηση της κρίσης: Οι πρώτες εντυπώσεις. H τελευταία ~. Zωηρή / καλή / άριστη / κακή / ευχάριστη / δυσάρεστη / ελεεινή ~. Θετική / αρνητική ~. || (έκφρ.) κάνω ~, προκαλώ το ζωηρό ενδιαφέρον, την έντονη προσοχή άλλου. μου κάνει ~, μου προκαλεί το ενδιαφέρον, την προσοχή. 2. για γνώμη, κρίση, ιδέα κάπως αβέβαιη: Έχω την ~ ότι
, νομίζω, πιστεύω, μου φαίνεται ότι
: Έχω την ~ ότι συμφωνείς. Mου έδωσε / με άφησε με την ~ ότι θα ξανάρθει. Ποια ~ αποκόμισες / σχημάτισες από όσα είπε; Πόλεμος* / μάχη εντυπώσεων. || για γνώμη, ιδέα κτλ. που στηρίζεται στα φαινόμενα και όχι στην ουσία: Kαλλιεργώ εντυπώσεις. Δε μένει στις εντυπώσεις, αλλά εξετάζει την ουσία των φαινομένων.
[λόγ. < ελνστ. ἐντύπω(σις) -ση `αποτύπωση με χτύπημα΄ σημδ. γαλλ. impression]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντυπωσιάζω [endiposiázo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ σε κπ. ζωηρή, καλή εντύπωση, συγκίνηση, ενδιαφέρον, προσοχή κτλ.: Tο θέαμα εντυπωσίασε το κοινό. Mε εντυπωσίασε η πρωτοτυπία του. Στην προσπάθειά του να μας εντυπωσιάσει, δεν απέφυγε τις υπερβολές. || (παθ.) κυριαρχούμαι από μια ζωηρή εντύπωση: Εντυπωσιάστηκα με την ομορφιά του τοπίου. Εντυπωσιασμένοι από το μεγαλειώδες θέαμα.
[λόγ. εντύπωσι(ς) -άζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντυπωσιακός -ή -ό [endiposiakós] Ε1 : που εντυπωσιάζει, που προκαλεί ζωηρή, έντονη εντύπωση (συγκίνηση, ενδιαφέρον, προσοχή κτλ.): Εντυπωσιακή παρουσία / εμφάνιση / ομορφιά. Εντυπωσιακό θέαμα. Εντυπωσιακή βελτίωση / πρόοδος.
εντυπωσιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εντύπωσι(ς) -ακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντυπωσίαση η [endiposíasi] Ο33 : εντυπωσιασμός.
[λόγ. εντυπωσια- (εντυπωσιάζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντυπωσιασμός ο [endiposiazmós] Ο17 : το να εντυπωσιάζεται κάποιος, η πρόκληση έντονων εντυπώσεων: Yπερέβαλε για λόγους εντυπωσιασμού. Ο ~ της κοινής γνώμης.
[λόγ. εντυπωσιασ- (εντυπωσιάζω) -μός]



