Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντοπιότητα η [endopiótita] Ο28 : α.(λόγ.) η ιδιότητα του ντόπιου, του εγχώριου ή, για πρόσωπο, του αυτόχθονα. β. η ιδιότητα του προσώπου που κατοικεί μόνιμα στον τόπο στον οποίο γεννήθηκε ή έχει τα πολιτικά δικαιώματά του. || (ειδικότ.): Kώλυμα εντοπιότητας, η μη δυνατότητα ορισμένων δημόσιων υπαλλήλων να υπηρετήσουν στον τόπο καταγωγής τους. Kριτήριο εντοπιότητας.
[λόγ. εντόπι(ος) -ότης > -ότητα]



