Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντοπισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντοπισμός ο [endopizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εντοπίζω· εντόπιση. α. προσδιορισμός τόπου, θέσης: Ο ~ των θέσεων του εχθρού. β. (ιατρ.) παθολογικές αλλοιώσεις ή βλάβες που εκδηλώνονται με εμφανή και συγκεκριμένη μορφή σε ορισμένο όργανο ή τμήμα οργάνου. γ. περιορισμός σε τόπο: Δυνατός άνεμος εμπόδιζε την προσπάθεια εντοπισμού της πυρκαγιάς.

[λόγ. εντοπισ- (εντοπίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go