Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντοπίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντοπίζω [endopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.προσδιορίζω ακριβώς τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κάποιος ή κτ.· (πρβ. επισημαίνω): Aνιχνευτικό αεροσκάφος εντόπισε τις θέσεις του πυροβολικού. β. διαπιστώνω, συνειδητοποιώ ότι κάποιος ή κτ. υπάρχει ή έχει ορισμένη ιδιότητα: Εντόπισα λάθη στο κείμενο. || (προφ.): Εντόπισα ένα ωραίο φόρεμα και αύριο θα πάω να το αγοράσω. 2. (ιατρ., παθ.) εκδηλώνομαι, με εμφανή και συγκεκριμένο τρόπο, σε ορισμένο όργανο ή τμήμα οργάνου: Οι αλλοιώσεις εντοπίζονται στο βλεννογόνο. 3. περιορίζω κτ. σε ορισμένο τόπο και εμποδίζω την επέκτασή του: Οι πυροσβέστες κατόρθωσαν να εντοπίσουν την πυρκαγιά. H φωτιά εντοπίστηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της πυροσβεστικής.

[λόγ. < σπάν. μσν. εντοπίζω < εν- τόπ(ος) -ίζω & σημδ. γαλλ. localiser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες