Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντομολογικός -ή -ό [endomolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εντομολογία: Εντομολογική μελέτη / έρευνα.
[λόγ. < γαλλ. entomologique < entomolog(ie) = εντομολογ(ία) -ique = -ικός]



