Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντομολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντομολογικός -ή -ό [endomolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εντομολογία: Εντομολογική μελέτη / έρευνα.

[λόγ. < γαλλ. entomologique < entomolog(ie) = εντομολογ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go