Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντομή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντομή η [endomí] Ο29 : εγκοπή, σχισμή. || (ανατ.) για αυλακώσεις ή σχισμές που παρατηρούνται σε διάφορα όργανα του σώματος.

[λόγ. < αρχ. ἐντομή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go