Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντεταλμένος -η -ο [endetalménos] Ε3 : (για πρόσ.) που έχει επίσημη εντολή να πράξει κτ.: ~ υφηγητής, που έχει εντολή διδασκαλίας. Ο έλεγχος έγινε από νομίμως εντεταλμένους υπαλλήλους. || για ό,τι γίνεται ύστε ρα από εντολή: Εντεταλμένη υπηρεσία.
[λόγ. < ελνστ. πληθ. ἐντεταλμένοι μππ. του αρχ. ἐντέλλομαι]



