Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντερεκτομή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντερεκτομή η [enderektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση τμήματος του εντέρου.

[λόγ. εντερ(ο)- + -εκτομή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go