Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντελώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντελώς [endelós] επίρρ. ποσ. : τελείως· χαρακτηρίζει πρόσωπο ή κατάσταση συχνά σε εκφορές με το ρήμα είμαι. 1. προσδιορίζει λέξη: α. που έχει θετική ή ουδέτερη σημασία· απολύτως, απόλυτα, πέρα για πέρα: Είμαι ~ βέβαιος. Είναι ~ μα ~ όμοιος. Tώρα είναι ~ καλά, απόλυτα υγιής. Aκόμη δεν έγινε ~ καλά, εξακολουθεί να είναι λίγο άρρωστος. β. που εκφράζει αρνητική ιδιότητα ή κατάσταση, ή που ο ομιλητής τη χρησιμοποιεί αρνητικά: Είναι ~ διαφορετικός. Είναι ~ τρελός. Είμαι ~ απένταρος, δεν έχω καθόλου χρήματα. Άτομο ~ αναξιόπιστο και διεφθαρμένο. 2. δηλώνει ότι δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ισχύσει αυτό που εκφράζει η πρόταση που ακολουθεί: Είναι ~ αδύνατο να συνεργαστείς μαζί του. || παντελώς, εξ ολοκλήρου: Είναι ~ ανίκανος να εργαστεί. 3. δηλώνει ότι ισχύει απολύτως η έννοια του ρήματος που προσδιορίζει: Tο ξέχασα ~, ολωσδιόλου. Kαταστράφηκε ~, τελείως, ολοσχερώς, παντελώς. ~ κατεστραμμένος. Δεν έχω πειστεί ~, απόλυτα, πλήρως. Γεμίζω / αδειάζω κτ. ~, τελείως. Εξοφλώ κτ. ~.

[λόγ. < αρχ. ἐντελῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες