Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντελβάις
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντελβάις το [endelváis] Ο (άκλ.) : είδος πολυετούς ποώδους φυτού των αλπικών περιοχών της Ευρώπης και της Nότιας Aμερικής, με αραιά άνθη.

[λόγ. < γερμ. Εdelweiss ( [edél-] ) με μετακ. τόνου δεξιά επειδή ο γερμ. δίφθογγος [aι] τρέπεται στα ελλην. σε δύο φων.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go