Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντελβάις το [endelváis] Ο (άκλ.) : είδος πολυετούς ποώδους φυτού των αλπικών περιοχών της Ευρώπης και της Nότιας Aμερικής, με αραιά άνθη.
[λόγ. < γερμ. Εdelweiss ( [edél-] ) με μετακ. τόνου δεξιά επειδή ο γερμ. δίφθογγος [aι] τρέπεται στα ελλην. σε δύο φων.]



