Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενταλτήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενταλτήριο το [endaltírio] Ο40 : (εκκλ.) έγγραφο επισκόπου με το οποίο παρέχεται σε ιερέα η άδεια να εξομολογεί.

[λόγ. ένταλ(μα) -τήριον απόδ. γαλλ. mandat (πρβ. μσν. ενταλτήριος `εξουσιοδοτικός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες