Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εντάσσω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντάσσω [endáso] -ομαι Ρ αόρ. ενέταξα και (σπάν.) ένταξα, απαρέμφ. εντάξει, παθ. αόρ. εντάχθηκα, απαρέμφ. ενταχθεί, μππ. ενταγμένος και εντεταγμένος* : τοποθετώ κτ. ή κπ. (κατά μία ορισμένη σειρά, τάξη, κατηγορία), μέσα σε συγκροτημένο σύνολο, σε πραγματικό ή νοητό χώρο: Zήτησε να τον εντάξουν στο αμέσως επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο· (πρβ. κατατάσσω). ~ ένα έργο τέχνης στο κοινωνικό του πλαίσιο. Θα κατανοήσουμε καλύτερα τις αντιδράσεις του, αν τις εντάξουμε στο κλίμα της εποχής. Δε γίνεται να τα εντάξουμε όλα σε μια κατηγορία. H πρότασή του μπορεί να ενταχθεί στο συνολικό προγραμματισμό. H φορολογική μεταρρύθμιση εντάσσεται στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οικονομίας. Mε το επάγγελμα, το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο. || Πολιτικά ενταγμένος / ενταγμένος σε πολιτική παράταξη. ANT ανένταχτος. Εντάσσομαι σε πολιτική παράταξη / σε κόμμα, προσχωρώ, οργανώνομαι. Yπήρξε ένθερμος υποστηρικτής τους, αν και ποτέ δεν εντάχθηκε στην παράταξή τους.

[λόγ. < αρχ. ἐντάσσω `παρεμβάλλω, τοποθετώ΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εντάσσω.
  • Αναφέρω γραπτά ή προφορικά:
    • ταύτας (ενν. τας αιτίας) μόνον ονομαστί τῳ παρόντι εντάξαι νόμῳ (Ασσίζ. 5358).

[αρχ. εντάσσω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες