Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενσωματώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ενσωματώ.
  • Ενσαρκώνω:
    • μετά σαρκός ενσωματών την χάριν (Καλλίμ. 1935).

[μτγν. ενσωματόω. Τ. ώνω σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενσωματώνω [ensomatóno] -ομαι Ρ1 : α.τοποθετώ, εντάσσω κτ. μέσα σε άλλο έτσι, ώστε να αποτελεί με αυτό ένα ενιαίο σώμα ή σύνολο, να γίνεται μέρος του ή τμήμα του: Tο υλικό αυτό σκόπευε να το ενσωματώσει σε μια μελλοντική έκδοση του βιβλίου. || H συσκευή διαθέτει δικό της ενσωματωμένο καλώδιο. Φωτογραφική μηχανή με ενσωματωμένο φωτόμετρο. β. (συνήθ. παθ.) εντάσσομαι σε κτ., απορροφώμαι από κτ. έτσι, ώστε να μεταβάλλω χαρακτήρα και να υποτάσσομαι σε αυτό ή να εναρμονίζομαι με αυτό: Tο εργατικό κίνημα έχει πλήρως ενσωματωθεί στο / με το σύστημα.

[λόγ. < ελνστ. ἐνσωματ(ῶ) -ώνω `ενσαρκώνω΄ σημδ. γαλλ. incorporer]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενσωμάτωση η [ensomátosi] Ο33 : α.ένωση, σύνδεση, συνένωση πράγματος με άλλο ή τοποθέτησή του ή ένταξή του μέσα σε άλλα έτσι, ώστε να αποτελεί κτ. το ενιαίο με αυτά και να χάνει την αυτοτέλειά του. β. ένταξη που επιφέρει ή αλλοίωση χαρακτηριστικών και εναρμόνιση ή υποταγή: H σταδιακή αποδυνάμωση του κινήματος διαμαρτυρίας και η τελική ενσωμάτωσή του στο / με το σύστημα· (πρβ. απορρόφηση).

[λόγ. < ελνστ. ἐνσωμάτω(σις) `ενσάρκωση΄ -ση κατά τη σημ. του ενσωματώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες