Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενσφράγιστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενσφράγιστος -η -ο [ensfrájistos] Ε5 : (λόγ.) κυρίως για έγγραφα που είναι κλεισμένα μέσα σε σφραγισμένο φάκελο· σφραγισμένος: Ενσφράγιστη προσφορά / εντολή.

[λόγ. < ελνστ. ἐνσφραγισ- (ἐνσφραγίζω) `αποτυπώνω σφραγίδα΄ -τος μτφρδ. γαλλ. cacheté]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go