Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενοχοποιητικός -ή -ό [enoxopiitikós] Ε1 : που ενοχοποιεί κπ., που τον παρουσιάζει ως ένοχο: Ενοχοποιητικά στοιχεία. H μαρτυρία τους υπήρξε ιδιαίτερα ενοχοποιητική για τον κατηγορούμενο.
[λόγ. ενοχοποιη- (ενοχοποιώ) -τικός]



