Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενοχικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοχικός -ή -ό [enoxikós] Ε1 : (νομ.) που ανήκει ή αναφέρεται στην ενοχήII: Ενοχικό Δίκαιο. Ενοχικό δικαίωμα. Ενοχική απαίτηση (του πιστωτή). Ενοχική υποχρέωση (του οφειλέτη). Ενοχική σχέση, η ενοχήII. ~ δεσμός. Ενοχικές δικαιοπραξίες (συμβάσεις, πωλήσεις, μισθώσεις κτλ.).

[λόγ. ενοχ(ή) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go