Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενορχήστρωση η [enorxístrosi] Ο33 : η ενέργεια και η τέχνη του ενορχηστρώνω: Kάνω την ~ μιας μουσικής σύνθεσης, την ενορχηστρώνω. Παρουσίασε τις παλιές του συνθέσεις σε νέα ~.
[λόγ. ενορχηστρω- (δες ενορχηστρώνω) -σις > -ση]



