Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ενοίκιον το· ενοίκι· ενοίκιν· νοίκιν· νοίκιον.
-
- Νοίκι:
- (Ασσίζ. 67).
[αρχ. ουσ. ενοίκιον. Ο τ. ‑ιν στο LBG. Τ. νοίκι στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. (‑ιο) και σήμ.]
- Νοίκι:



