Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενοίκιο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοίκιο το [eníkio] Ο40 : το χρηματικό ποσό που οφείλει να πληρώνει ο ενοικιαστής (μισθωτής) και εισπράττει ο εκμισθωτής· μίσθωμα· νοίκι: Mηνιαίο / ετήσιο ~. ~ κύριας κατοικίας. Aύξηση / απελευθέρωση των ενοικίων.

[λόγ. < αρχ. ἐνοίκιον]

[Λεξικό Κριαρά]
ενοίκιον το· ενοίκι· ενοίκιν· νοίκιν· νοίκιον.
  • Νοίκι:
    • (Ασσίζ. 67).

[αρχ. ουσ. ενοίκιον. Ο τ. ιν στο LBG. Τ. νοίκι στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. (ιο) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενοικιοστάσιο το [enikiostásio] Ο40 : (νομ.) μέτρο με το οποίο το κράτος επιβάλλει στους εκμισθωτές ακινήτων την παράταση των μισθώσεων και μετά τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, χωρίς αύξηση του ενοικίου.

[λόγ. ενοίκι(ο) -ο- + -στάσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες