Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εννεαπλώ· ενναπλώ.
-
- Πολλαπλασιάζω επί εννέα:
- το πρώτον τρίπλωσον, το δεύτερον εννεάπλωσον (Rechenb. (Vog.) 395).
[<επίθ. εννεαπλούς (LBG) + κατάλ. ‑όω]
- Πολλαπλασιάζω επί εννέα: