Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εννεαπλάσιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εννεαπλάσιος -α -ο [eneaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι εννιά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το εννεαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εννεαπλάσιο. εννεαπλάσια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐννεαπλάσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go