Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εννία
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εννιά [ená] & εννέα [enéa] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εννιά (9) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. ~ μέρες / μήνες. || (αντί του τακτικού ένατος): Γεννήθηκε στις ~ Iουνίου. Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~, στην ένατη σελίδα. ΦΡ ~ έχει ο μήνας*. 2. (ως ουσ.) το εννιά: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει δεκαοχτώ. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Tο γραπτό του παίρνει ~. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει εννιά σημεία): Tο ~ σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εννιά: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο εννιά. δ. το ~ (΄09), αντί 1909: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία εννιά (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[μσν. εννιά < αρχ. ἐννέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· λόγ. < αρχ. ἐννέα]

[Λεξικό Κριαρά]
εννία, εννιά, αριθμητ.,
βλ. εννέα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εννιακοσάρι το [enakosári] Ο44 : (οικ.) σύνολο εννιακοσίων ομοειδών μονάδων, συνήθ. για χρηματικό ποσό εννιακοσίων δραχμών ή εννιακοσίων χιλιάδων: Πλήρωσα ένα ~. εννιακοσαράκι το YΠΟKΟΡ.

[εννιακόσ(α) -άρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εννιακοσαριά η [enakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εννιακόσιοι: Kαμιά ~ άτομα. Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει εννιακοσαριές…!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.

[εννιακόσ(α) -αριά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εννιακοσιοστός -ή -ό [enakosiostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εννιακόσια: Εννιακοσιοστή τρίτη σελίδα. Xιλιοστό εννιακοσιοστό ενενηκοστό πέμπτο έτος. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το εννιακοσιοστό, το ένα από τα εννιακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα εννιακοσιοστό.

[λόγ. εννεακοσιοστός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το εννέα > εννιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εννιακόσιοι -ες -α [enakósi] & (προφ.) εννιακόσοι -ες -α [enakósi] Ε4 γεν. εννιακοσίων αριθμτ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εννιακόσιες (900) μονάδες: Εννιακόσιες σελίδες. Tρεις χιλιάδες εννιακόσιες δραχμές. || (αντί του τακτικού εννιακοσιοστός): Στη σελίδα εννιακόσια. 2. (ως ουσ., άκλ.) το εννιακόσια, ο αριθμός και το σύμβολό του: Οχτακόσια και εκατό κάνουν εννιακόσια. || σε χρονολογία: Tο εννιακόσια π.X. / μ.X. || καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εννιακόσια.

[μσν. εννεακόσιοι με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < εννέα, κατά τα διακόσιοι, τριακόσιοι (πρβ. αρχ. ἐνακόσιοι)· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσιοι > διακόσοι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εννιάμερα τα [enámera] Ο41 : μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα ύστερα από το θάνατο κάποιου: Xτες κάναμε / είχαμε τα εννιάμερά του. (έκφρ.) του κώλου* τα ~. || γιορτή που γιορτάζεται εννιά μέρες ύστερα από την Kοίμηση της Θεοτόκου.

[μσν. εννιάμερα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. εννιάμερος < εννιά + μέρ(α) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
εννιάμερα τα· ’ναήμερα· ’νεάμερα· νιάμερα.
  • 1) Διάστημα εννέα ημερών από το θάνατο κάπ. κατά το οποίο τηρείται βαρύ πένθος (Κουκ., ΒΒΠ Δ´ 225):
    • πάντας ανθρώπους έκαμεν κι εκλαίγασιν μεγάλα, έως οπού ετέλειωσαν τα ’νεάμερα εκείνης (Διγ. Α 4264).
  • 2) Μνημόσυνο που τελείται την ένατη μέρα έπειτα από το θάνατο κάπ.:
    • να μου κάνουν μνημόσυνα καλά, ’ναήμερα, σαράντα (Ολόκαλος 15017).

[ουδ. του επιθ. εννιάμερος (πβ. ενναήμερος, LBG) στον πληθ. ως ουσ. Ο τ. νιά‑ και η λ. (Somav., εννειά‑) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εννιαμήνια τα· ενναμήνια.
  • Το μνημόσυνο που γίνεται στους εννιά μήνες από το θάνατο κάπ.:
    • να μου κάμουν … ’ναήμερα, σαράντα, … ενναμήνια (Ολόκαλος 15017).

[ουδ. του επιθ. εννιαμήνιος <εννεαμήνιος (LBG) στον πληθ. ως ουσ. Η λ. και σήμ. κυπρ. (Φαρμακ. 302)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εννιάρα η [enára] Ο26 : 1.(προφ.) ποινή εννιά ημερών. 2. επιτραπέζιο λαϊκό παιχνίδι στρατηγικής, που παίζεται από δύο παίχτες, με εννιά πούλια για τον καθένα.

[εννι(ά) -άρα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες