Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενισχυτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενισχυτής ο [enisxitís] Ο7 : (τεχν.) συσκευή που ενισχύει το σήμα το οποίο στέλνει ένας πομπός ή λαμβάνει ένας δέκτης: Aγόρασα έναν καινούριο ενισχυτή για το στερεοφωνικό μου.

[λόγ. ενισχύ(ω) -τής μτφρδ. γερμ. Verstärker]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go