Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενθύμιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ενθύμιον το· ’θύμιον.
  • 1) Σκέψη:
    • ενθύμιον εξερευνά (ενν. ο Θεός) και διανοίας βλέπει (Σπαν. M 39).
  • 2) Καθετί που θυμίζει κ.:
    • μένει μ’ εσέν για ’θύμιον η καρδιά μου (Κυπρ. ερωτ. 625).

[μτγν. ουσ. ενθύμιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες