Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενθυμούμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθυμούμαι [enθimúme] Ρ10.9β : (λόγ.) θυμάμαι: Δεν ~ να έχω υπογράψει παρόμοιο έγγραφο.

[λόγ. < αρχ. ἐνθυμοῦμαι `βάζω στην καρδιά μου, σκέφτομαι΄ σημδ. νεοελλ. θυμάμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
ενθυμούμαι· αθ(θ)υμούμαι· ενθυμώ.
  • I. (Ενεργ.) υπενθυμίζω σε κάπ. κ.:
    • πάλιν λέγω, αδελφοί, ετούτο ενθυμώ σας (Χρον. Μορ. H 4731).
  • II. Μέσ.
    • 1) Συλλογίζομαι:
      • εγίνην μέγαν κλάμαν και αθθυμήθην ο ρήγας και είπεν (Μαχ. 61033).
    • 2)
      • α) Θυμούμαι:
        • ο ρήγας … αθθυμήθην τα λόγια του σιρ Τιπάτ (Μαχ. 57811
      • β) συνειδητοποιώ:
        • Αλέξανδρος και Αντίγονος να ήσαν θνητοί ενθυμούνταν, μόνον όταν διά το σώμα τους ιατρόν επικαλούνταν (Λίμπον. 343
      • γ) αναλογίζομαι:
        • ας ενθυμείται θάνατον, πάντα καλά να πράττει (Περί ξεν. 474).
    • 3) Αποφασίζω:
      • τέλος ενθυμήθηκα στα ίδια να έλθω να εξέβω εις αναγύρευσιν ωραίας της Μαργαρώνας (Ιμπ. 809).

[αρχ. ενθυμέομαι. Ενεργ. έω αρχ. Ο τ. αθ‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go