Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενθρόνιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενθρόνιση η [enθrónisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενθρονίζω· η εγκατάσταση κάποιου (βασιλιά, ηγεμόνα, αρχιερέα) στο θρόνο του, στο αξίωμά του· (πρβ. ανακήρυξη, στέψη)· ενθρονισμός: H τελετή της ενθρόνισης του αυτοκράτορα / του νέου αρχιεπισκόπου / του πατριάρχη.

[λόγ. ενθρονι- (ενθρονίζω) -σις > -ση (πρβ. μσν. ενθρονίασις)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες