Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενημερώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενημερώνω [enimeróno] -ομαι Ρ1 : καθιστώ κπ. ή κτ. ενήμερο. 1. (για πρόσ.) πληροφορώ κπ. για ένα πρόσφατο γεγονός, συμβάν, μεταβολή, εξέλιξη· (πρβ. πληροφορώ): Θα σας ενημερώσω λεπτομερώς. Tου ζήτησα να μας ενημερώσει για το συμβάν. Παρακαλώ να με ενημερώσετε έγκαιρα για οποιαδήποτε αλλαγή. || καθιστώ κπ. ενήμερο σε βάθος· (πρβ. κατατοπίζω): Δεν έχω ακόμα ενημερωθεί για την υπόθεση. Ενημερωμένος πολίτης. Ενημέρωσε τη Γενική Συνέλευση για τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων. 2. (λογιστ.) καταγράφω ή καταχωρίζω σε βιβλίο ή σε αρχείο όλες τις ως τώρα πράξεις και μεταβολές, νέα στοιχεία κτλ.: ~ τα λογιστικά βιβλία / ένα λογαριασμό. || ~ το μητρώο των μελών ενός συλλόγου.

[λόγ. ενήμερ(ος) -ώ > -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες