Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενηλικιότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενηλικιότητα η [enilikiótita] Ο28 : η κατάσταση και η ιδιότητα του ενήλικου.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν ἡλικί(ᾳ) (δες ενηλικιώνομαι) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες