Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενζυμικός -ή -ό [enzimikós] Ε1 : (βιοχημ.) που ανήκει ή αναφέρεται στα ένζυμα: Ενζυμική δράση / λειτουργία. Ενζυμικές αντιδράσεις. Ενζυμική ανεπάρκεια. ~ μεταβολισμός.
[λόγ. < αγγλ. enzymic < μσν. ένζυμ(ος) -ic = -ικός]



