Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενεχυροδανειστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεχυροδανειστής ο [enexiroδanistís] Ο7 θηλ. ενεχυροδανείστρια [enexiroδanístria] Ο27 : αυτός που κατ΄ επάγγελμα δανείζει χρήματα με ενέχυρο.

[λόγ. ενέχυρ(ον) -ο- + δανειστής· λόγ. ενεχυροδανεισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go