Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενεργούμενο το [enerγúmeno] Ο40 : για πρόσωπο που ενεργεί, δρα κατ΄ εντολή άλλου και όχι αυτοβούλως: Kατάντησε ~ άλλων.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. ἐνεργούμενος μπε. του ρ. ἐνεργῶ `που κατέχεται από το δαίμονα΄]