Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενεργοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεργοποιώ [enerγopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.θέτω κτ. σε ενέργεια, σε λειτουργία, σε κίνηση: Mια σημαντική άνοδος της θερμοκρασίας ενεργοποιεί το σύστημα αυτόματης πυρόσβεσης. Tο σύστημα συναγερμού ενεργοποιείται αυτόματα. 2. θέτω σε δράση· δραστηριοποιώ: Ενεργοποιήσαμε όλες μας τις δυνάμεις / όλο το ανθρώπινο δυναμικό. Για την επιτυχία της προσπάθειας πρέπει να ενεργοποιηθούν όλες οι δυνάμεις του έθνους.

[λόγ. ενεργ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. activer ή αγγλ. activate]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες