Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενενήκοντα [eneníkonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) ενενήντα.
[λόγ. < αρχ. ἐνενήκοντα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενενηκονταετής -ής -ές [enenikondaetís] Ε10 : (λόγ.) ενενηντάχρονος. α. που έχει διάρκεια ενενήντα ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) ενενήντα ετών.
[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκονταετής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενενηκονταετία η [enenikondaetía] Ο25 : χρονική περίοδος ενενήντα ετών.
[λόγ. ενενηκονταετ(ής) -ία κατά το εβδομηκονταετία]



