Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδόμυχος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδόμυχος -η -ο [enδómixos] Ε5 : που βρίσκεται (κρυμμένος) στο βάθος της συνείδησης, της ψυχής κάποιου· μύχιος: Ενδόμυχη σκέψη / επιθυμία / ευχή. ~ πόθος. || (ως ουσ.) στην επίρρηματική έκφραση στα ενδόμυχα της ψυχής / της συνείδησης, στο βάθος, στα μύχια της ψυχής. ενδόμυχα ΕΠIΡΡ: Aυτά μας έλεγε, ~ όμως άλλα σκεφτόταν.

[λόγ. < αρχ. ἐνδόμυχος `κρυμμένος στο βάθος του σπιτιού, ύπουλος΄ σημδ. γαλλ. intime (πρβ. μύχιος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες