Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδυνάμωση η [enδinámosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ενδυναμώνω. α. το να αποκτά κτ. ή κάποιος περισσότερη ισχύ, δύναμη· ενίσχυση, ισχυροποίηση. β. (μτφ.) ενθάρρυνση.
[λόγ. < ελνστ. ἐνδυνάμω(σις) -ση]



