Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδυματολόγιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδυματολόγιο το [enδimatolójio] Ο40 : α.το σύνολο των ενδυμασιών που σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται σε θεατρική παράσταση: Πλούσιο / φτωχό / φανταχτερό ~. Aναλαμβάνω να αποφασίσω για το ~ μιας παράστασης. β. (λόγ.) το σύνολο των ενδυμάτων κάποιου· γκαρνταρόμπα.

[λόγ. ενδυματ- (ένδυμα) -ο- + -λόγιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go