Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδοστρέφεια η [enδostréfia] Ο27 : (ψυχ.) η τάση του ανθρώπου να μην εξωτερικεύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του· εσωστρέφεια. ANT εξωστρέφεια.
[λόγ. ενδοστρεφ(ής) -εια μτφρδ. γερμ. Introversion]



