Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδοστρέφεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοστρέφεια η [enδostréfia] Ο27 : (ψυχ.) η τάση του ανθρώπου να μην εξωτερικεύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του· εσωστρέφεια. ANT εξωστρέφεια.

[λόγ. ενδοστρεφ(ής) -εια μτφρδ. γερμ. Introversion]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go