Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδομυϊκός -ή -ό [enδomiikós] Ε1 : (ιατρ.) που υπάρχει, εντοπίζεται ή γίνεται στο εσωτερικό των μυών, μέσα στους μυς: Ενδομυϊκά αγγεία. Ενδομυϊκές ενέσεις, που εκτελούνται στη μάζα των μυών.
ενδομυϊκά & ενδομυϊκώς ΕΠIΡΡ μέσα στους μυς: Xορηγούμε ~ ένα μιλιγκράμ φαρμάκου, με ενδομυϊκή ένεση. [λόγ. ενδο- + μυϊκός μτφρδ. intramusculaire· λόγ. ενδομυϊκ(ός) -ώς]



