Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδοκρινής -ής -ές [enδokrinís] Ε10 : (φυσιολ.) ενδοκρινείς αδένες, αυτοί που εκκρίνουν ουσίες (ορμόνες) οι οποίες εισέρχονται απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος. ANT εξωκρινής.
[λόγ. < γαλλ. endocrine < endo- = ενδο- + -crine < αρχ. κρίν(ω) `ξεχωρίζω΄ -ής]



