Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδοκομματικός -ή -ό [enδokomatikós] Ε1 : που αφορά τις σχέσεις μεταξύ των μελών ενός κόμματος: Ενδοκομματικές διαφορές / έριδες / διενέξεις.
[λόγ. ενδο- + κομματικός]



