Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδοιαστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοιαστικός -ή -ό [enδiastikós] Ε1 : (γραμμ.) που εκφράζει ενδοιασμό, φόβο για πιθανό ή ενδεχόμενο κακό ή γενικότερα για κτ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο· διστακτικός: Δευτερεύουσες ενδοιαστικές προτάσεις. Ενδοιαστικοί σύνδεσμοι / ενδοιαστικά μόρια, που εισάγουν ενδοιαστικές προτάσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδοιαστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go