Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδοθήλιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοθήλιο το [enδoθílio] Ο40 : (βιολ.) απλό επιθήλιο που αποτελείται από μία μόνο σειρά κυττάρων.

[λόγ. < νλατ. endothelium < endo- = ενδο- + thelium < αρχ. θηλ(ή) -ium = -ιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go