Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδεικνύομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδεικνύομαι [enδikníome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (σπάν.) ενδείκνυμαι.

[λόγ. < ενδείκνυμαι με μεταπλ. κατά το δείκνυμι > δεικνύω, -ομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go