Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδίδω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδίδω [enδíδω] Ρ αόρ. ενέδωσα, απαρέμφ. ενδώσει : υποχωρώ, κάμπτομαι, υποκύπτω: ~ στις πιέσεις / στις παρακλήσεις / στις απαιτήσεις / στις προτάσεις άλλου. Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.

[λόγ. < αρχ. ἐνδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]

[Λεξικό Κριαρά]
ενδίδω.
  • 1) Προστάζω, διατάζω:
    • δέομαι του αυθέντου μου … ότι να ενδώσει να εξέλθουν άρχοντες να συντύχουν προς συμβίβασιν (Σφρ., Χρον. 568).
  • 2) Φρ. ενδίδω ακροβολισμούς = ρίχνω πυροβολισμούς:
    • (Ψευδο-Σφρ. 4048).

[<αρχ. ενδίδωμι. Η λ. τον 5. αι. (LBG) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go