Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενατένιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενατένιση η [enaténisi] Ο33 : (λόγ.) α. η ενέργεια του ενατενίζω. β. (συνήθ. μτφ.) νοερή και με προσήλωση θέαση ενός πράγματος, καθώς και η αντίληψη ενός πράγματος με αποκάλυψη: H ~ της αλήθειας.

[λόγ. < ελνστ. ἐνατένι(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go