Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενασχόληση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενασχόληση η [enasxólisi] Ο33 : (λόγ.) το να ασχολείται, να καταγίνεται κάποιος με δραστηριότητα, συνήθ. πνευματική· (πρβ. ασχολία, απασχόληση): Tο βιβλίο αυτό είναι προϊόν μακρόχρονης και σοβαρής ενασχόλησης του συγγραφέα με το θέατρο. || δραστηριότητα: Ψυχαγωγικές ενασχολήσεις, χόμπι.

[λόγ. < μσν. ενασχόλη(σις) -ση < ενασχολη- (ενασχολούμαι) -σις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες