Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εναρμόνιση η [enarmónisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εναρμονίζω. 1. (μουσ.) η προσαρμογή της κατάλληλης μουσικής αρμονίας σε μελωδικό θέμα. 2. (μτφ.) μεταβολή ή προσαρμογή πράγματος, ώστε να μη συγκρούεται, να μην έρχεται σε αντίθεση με άλλο: H ~ της νομοθεσίας μας με τις διατάξεις που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
[λόγ. εναρμονι- (εναρμονίζω) -σις > -ση]



