Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναρκτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναρκτικός -ή -ό [enarktikós] Ε1 : (γραμμ.) για παράγωγα ρήματα (της αρχ. ελληνικής και λατινικής) που δηλώνουν την έναρξη του σημαινόμενου από την πρωτότυπη λέξη: Tο “γηράσκω” είναι εναρκτικό ρήμα.

[λόγ. < ελνστ. ἐναρκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες